τάγγιση

Greek Monolingual

και τάγκιση, η, Ν ταγγίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταγγίζω, αλλοίωση τών τροφίμων που περιέχουν λιπαρές ουσίες, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση δυσάρεστης οσμής και γεύσης και, ορισμένες φορές, από μεταβολή χρώματος του τροφίμου.