ταγγίζω
From LSJ
English (LSJ)
to be or become rancid, Crito ap.Aët.8.2, Gp.9.22.3.
German (Pape)
[Seite 1063] ranzig sein, werden, sp. Medic. u. Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ταγγίζω: γίνομαι ταγγός, «ταγγιάζω», Γεωπον. 9. 22, 4· ― ἔχω τάγγας, Ἀέτ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ταγκίζω, και τσαγγίζω και τσαγκίζω Ν ταγγή
είμαι ή γίνομαι ταγγός.