τάξος
English (LSJ)
ἡ, yew, Taxus baccata, Sabin. ap. Orib.9.16.3, Gal.12.127 (cited as a Latin word by Dsc.4.79).
German (Pape)
[Seite 1069] ὁ, der Taxus- od. Eibenbaum, gew. σμῖλαξ, taxus, Galen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
if, arbre.
Étymologie: cf. lat. taxus.
Greek (Liddell-Scott)
τάξος: ὁ, ἡ σμῖλαξ, Λατ. taxus, Γαλην. -Καθ’ Ἡσύχ: «τάξος· δένδρον τι ὀρεινόν».
Greek Monolingual
ο / τάξος, ἡ, ΝΑ, και τάξος, η, Ν
γένος γυμνόσπερμων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ταξίδες και περιλαμβάνει 8 περίπου είδη δένδρων ή θάμνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxus «ήμερο έλατο»].
Greek Monotonic
τάξος: ὁ, ορεινό δέντρο, Λατ. taxus.