τάρχανον

English (LSJ)

(τερχ- cod.)· πένθος, κῆδος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1072] τό, = πένθος, κῆδος, Hesych.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. τέρχανον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πένθος, κῆδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταρχύω.