τέκνωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, child: metaph., τ. τοῦ πόνου κλέος fame the child of toil, A.Fr.315.

German (Pape)

[Seite 1083] τό, das Erzeugte, Geborene, das Kind, übertr., τέκνωμα τοῦ πόνου κλέος, Aesch. frg. 301.

Russian (Dvoretsky)

τέκνωμα: ατος τό порождение, плод (τοῦ πόνου Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τέκνωμα: τό, τέκνον· μεταφορ., τέκν. τοῦ πόνου κλέος, τέκνον τοῦ πόνου εἶναιφήμη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 306a.

Greek Monolingual

το, Α τεκνῶ
μτφ. γέννημα, δημιούργηματέκνωμα τοῦ πόνου κλέος», Αισχύλ.).