τέρπος

English (LSJ)

εος, τό, = τερπωλή, in plural, Supp.Epigr.3.774.8 (Itanus, i B.C./i A.D.).

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
τέρψη, τερπωλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω κατά τα σιγμόληκτα ουδέτερα σε -ος].