τέτροφα

English (LSJ)

v. τρέπω, τρέφω.

French (Bailly abrégé)

pf. de τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

τέτροφα: = τέτραφα I и II.

Greek (Liddell-Scott)

τέτροφα: ἴδε ἐν λ. τρέφω, τέρπω.

Greek Monotonic

τέτροφα: παρακ. του τρέφω.