τήρημα

English (LSJ)

-ατος, τό, observation, in Grammar, A.D.Synt.143.4; preservation, σεμνώματος IG22.1099.34 (Epist. Plotinae, ii A.D.), cf. Riv.Ist.Arch.3.40 (Latos).

Greek (Liddell-Scott)

τήρημα: τό, παρατήρησις, ἐν τῇ γραμματικῇ, κατὰ τὸ προειρημένον τήρημα Ἀπολλών. π. Συντάξ. 143.

Greek Monolingual

τὸ, Α [τηρῶ (Ι)]
1. παρατήρηση, σημείωση
2. διατήρηση.