σημείωση

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

η / σημείωσις, -ώσεως, ΝΜΑ σημειῶ, σημειώνω
παρατήρηση, σχόλιο στο περιθώριο βιβλίου ή κάτω από το κείμενο
νεοελλ.
σημείωμα, σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών
μσν.
σφραγισμένο έγγραφο, διάταγμα
μσν.-αρχ.
1. δήλωση με κάποιο σημείο, γραπτή δήλωση
2. κάθε ορατό σημείο
3. εξέταση
αρχ.
1. συμπέρασμα το οποίο συνάγεται από σημείο
2. παρατήρηση και καταγραφή τών συμπτωμάτων νόσου
3. διάγνωση.