τίλμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A anything pulled or shredded, lint, Hp.Decent.8, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957.
II anything that can be pulled or plucked, Plu.2.48b.
III = τίλσις, Herod.2.69 (pl.).
IV in later Medic. language, τίλματα sprains, Gal.18(1).682.
German (Pape)
[Seite 1114] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
poil épilé.
Étymologie: τίλλω.
Russian (Dvoretsky)
τίλμα: ατος τό τίλλω клок: τίλματα τίλλειν Plut. рвать в клочья.
Greek (Liddell-Scott)
τίλμα: τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = τίλσις, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.
Greek Monolingual
το, ΝΑ τίλλω
μοτός, ξαντό
νεοελλ.
στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών
αρχ.
1. τίλση
2. καθετί που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί
3. στον πληθ. τὰ τίλματα- ιατρ. διαστρέμματα.