ὄνομα ὀρνέου, Suid.
Μ1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου»2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση του αρκτικού α-].