ταγήν

English (LSJ)

ὄνομα ὀρνέου, Suid.

Greek Monolingual

Μ
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου»
2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση του αρκτικού α-].