τακτοποίησις

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τακτοποιώ
2. φρ. «τακτοποίηση οικοπέδων» — ρύθμιση τών συνόρων γειτονικών οικοπέδων, η οποία γίνεται σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό και αποβλέπει στην όσο το δυνατόν πληρέστερη οικοδομική εκμετάλλευσή τoυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. τακτός + -ποίηση (< -ποιώ). Η λ., στον λόγιο τ. τακτοποίησις, μαρτυρείται από το 1821 στα Έγγραφα Ύδρας].