ταλαρίσκος

English (LSJ)

ὁ, = ταλάριον (small basket), Arist. Pr. 924b11, Theoc. 15.113, AP 6.174 (Antip. >Sid.>).

German (Pape)

[Seite 1065] ὁ, dim. von τάλαρος, quasillus, Antp. Sil. 22 (VI, 174).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dim. de τάλαρος.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰρίσκος: ὁ [demin. к τάλαρος корзинка, плетенка Arst., Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰρίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., καλαθίσκος, quasillus, Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, Θεόκρ. 15. 113, Ἀνθ. Π. 6. 174.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποκορ. του τάλαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαρος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].

Greek Monotonic

τᾰλᾰρίσκος: ὁ, υποκορ. του επομ., καλαθάκι, σε Θεόκρ., Ανθ.

Middle Liddell

τᾰλᾰρίσκος, ὁ, [Dim. of τᾰ́λᾰρος]
quasillus, Theocr., Anth.