οβελίσκος

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Greek Monolingual

ο (Α ὀβελίσκος)
1. μικρός οβελόςφέρε τοὺς ὀβελίσκους, ἵν' ἀναπείρω τὰς κίχλας», Αριστοφ.)
2. το οξύ άκρο κάθε αντικειμένου που έχει σχήμα παρόμοιο με τον οβελό, όπως μαχαιριού, ξίφους, ακοντίου κ.λπ. («ἔστι δὲ ταῦτα... βέλη Ρωμαίων σιδηροῦς ὀβελίσκους ἔχοντα», Διον. Αλ.)
3. κωνικός τετράεδρος μονολιθικός κίονας που καταλήγει σε πυραμοειδή αιχμή και ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Αίγυπτο στην είσοδο ναών και αργότερα σε τάφους
νεοελλ.
τμήμα του φάρου στο οποίο προσαρμόζεται το φωτιστικό σύστημα, συνήθως αυτόματης λειτουργίας
αρχ.
1. σιδερένιο ή χάλκινο νόμισμα που κατέληγε σε οξύ άκρο ή εικόνιζε λόγχη
2. καρφί
3. μοχλός θύρας, μεγάλο δοκάρι που έκλεινε την πόρτα
4. οχετός για αποχέτευση υδάτων («τῶν δ' ἐν τοῖς τείχεσιν όβελίσκων συμφραχθέντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].

Translations

obelisk

Albanian: obelisk; Arabic: مِسَلَّة; Armenian: կոթող; Azerbaijani: obelisk; Belarusian: абелі́ск; Bulgarian: обелиск; Burmese: ကျောက်စာတိုင်; Catalan: obelisc; Chinese Mandarin: 方尖碑; Czech: obelisk; Danish: obelisk; Dutch: obelisk; Esperanto: obelisko; Estonian: obelisk; Finnish: obeliski; French: obélisque; Galician: obelisco; Georgian: ობელისკი; German: Obelisk; Greek: οβελίσκος; Ancient Greek: ὀβελίσκος; Hebrew: אוֹבֶּלִיסְק; Hindi: ओबिलिस्क; Hungarian: obeliszk; Irish: oibilisc; Italian: obelisco; Japanese: オベリスク, 方尖柱; Kazakh: обелиск; Korean: 오벨리스크, 방첨탑(方尖塔); Kyrgyz: обелиск; Latin: obeliscus; Latvian: obelisks; Lithuanian: obeliskas; Macedonian: обелиск; Norwegian Bokmål: obelisk; Persian: ابلیسک; Polish: obelisk; Portuguese: obelisco; Romanian: obelisc; Russian: обелиск; Serbo-Croatian Cyrillic: обѐлиск; Roman: obèlisk; Slovak: obelisk; Slovene: obelísk; Spanish: obelisco; Swedish: obelisk; Tagalog: obelisko; Tajik: обелиск; Turkish: obelisk, dikili taş, dikilitaş; Ukrainian: обелі́ск; Uzbek: obelisk; Vietnamese: tượng đài