ταμίευση

Greek Monolingual

η / ταμίευσις, -εύσεως, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
αποταμίευση
αρχ.
1. οικονομική διαχείριση, επιστασία
2. προγραφή, δήμευση.