ταμπακοθήκη

Greek Monolingual

και λόγιος τ. ταμβακοθήκη, η, Ν
μικρή θήκη για την τοποθέτηση ταμπάκου, καπνοθήκη, καπνοσακούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκος / ταμβάκος + θήκη.