καπνοσακούλα

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source

Greek Monolingual


υφασμάτινο ή δερμάτινο σακίδιο στο οποίο τοποθετείται χύμα καπνός για πρόχειρη χρήση από τους καπνιστές.