ταμπλώ
Greek Monolingual
και ταμπλό, το, Ν
άκλ.
1. ειδικό πλαίσιο, ξύλινο ή μεταλλικό, όπου αναρτώνται ανακοινώσεις ή διάφορα αντικείμενα, πίνακας
2. πίνακας ζωγραφικής
3. τεχνολ. πίνακας με διάφορα όργανα ή μετρητές («το ταμπλώ του αυτοκινήτου»)
4. φρ. «ταμπλώ θιβάν» — εικόνα που σχηματίζουν πάνω σε σκηνή άτομα με διάφορες στάσεις σε ακινησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tableau < tamble < λατ. tabula «πινακίδα, κατάλογος» (πρβλ. τάβλα)].