ακινησία

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

η (Α ἀκινησία)
1. έλλειψη. κινήσεως, το να μην κινείται κανείς
2. αδυναμία, ανικανότητα για κίνηση
νεοελλ.
(για εμπορικές ή χρηματιστηριακές συναλλαγές) στασιμότητα, απραξία, αισθητή ελάττωση τών εργασιών
αρχ.
έλλειψη ευκινησίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκίνητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακινησιακός].