ακινησία
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
η (Α ἀκινησία)
1. έλλειψη. κινήσεως, το να μην κινείται κανείς
2. αδυναμία, ανικανότητα για κίνηση
νεοελλ.
(για εμπορικές ή χρηματιστηριακές συναλλαγές) στασιμότητα, απραξία, αισθητή ελάττωση τών εργασιών
αρχ.
έλλειψη ευκινησίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκίνητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακινησιακός].