ταπέτο

Greek Monolingual

το, Ν
1. υποκορ. μικρός τάπητας, χαλάκι
2. (χωρίς υποκορ. σημ.) χαλί, τάπητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. tappeto λατ. tapēte, -um < τάπης.