τάπητας

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek Monolingual

ο / τάπης, -ητος, ΝΑ, και λόγιος τ. τάπης Ν, και τάβης, -ητος, Μ και αττ. τ. θηλ. τάπις, -ιδος, ἡ, Α
1. παχύ μάλλινο υφασμάτινο κατασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την επίστρωση κυρίως του δαπέδου, αλλά και τών επίπλων ή τών τοίχων, χαλί, στρωσίδι
2. κάλυμμα κρεβατιού
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) καθετί το οποίο μοιάζει με χαλί και χρησιμεύει για επίστρωση ενός αντικειμένου, όπως λ.χ. κάλυμμα τραπεζιού, κρεβατιού κ.ά.
2. το από άσφαλτο ή άλλο υλικό επίστρωμα οδοστρώματος
3. βοτ. το στρώμα τών θρεπτικών κυττάρων που βρίσκονται στο εσωτερικό του ανθήρα και καταναλώνονται για τη θρέψη τών γυρεοκόκκων
4. ζωολ. (μόνο στον τ. τάπης) γένος δίθυρων μαλακίων που απαντά σε όλες τις θάλασσες, αλλ. αχηβάδα
5. βιολ. αμφιβληστροειδική ή χοριοειδική ζώνη στο εσωτερικό του οφθαλμού ορισμένων ζώων η οποία ανακλά το φως σαν καθρέφτης, λόγω της παρουσίας μαργαρωδών συνδετικών ινών ή κυττάρων γεμάτων με κρυστάλλους γουανίνης
6. φρ. α) «χειροποίητοι τάπητες» — τάπητες που υφαίνονται με το χέρι σε οριζόντιο ή σε όρθιο αργαλειό ή και σε αργαλειό με κυλίστρα, χαρακτηριστικό τών οποίων είναι ένας συγκεκριμένος τύπος κόμβου ύφανσης, καθώς και το πλήθος τών σειρών κόμβων που περιλαμβάνονται ανά μέτρο του τάπητα
β) «φυσικός τάπητας»
(βιογεωγρ.) κλειστός ποώδης φυτικός σχηματισμός ο οποίος καλύπτει το έδαφος
γ) «το ζήτημα τέθηκε επί τάπητος»
μτφ. το ζήτημα τέθηκε για συζήτηση
αρχ.
επικάλυμμα καθισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο η λ. τάπ-ης (πρβλ. λέβης) όσο και η λ. τάπ-ις (πρβλ. κάλπις) είναι ανατολικά δάνεια άγνωστης προέλευσης. Κατά μία άποψη, οι τ. είναι ιρανικής προέλευσης (πρβλ. περσ. tābaδ), ενώ, κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια από τη Μικρά Ασία. Τη λ. τάπης, από την Ελληνική, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tapēte, -um), από όπου και οι υπόλοιπες λατινογενείς και άλλες γλώσσες (πρβλ. ιταλ. tappēto, γαλλ. tapis, γερμ. Tapete)].