ἐντάφιον, Hsch. τάρχανον (τερχ- cod.)· πένθος, κῆδος, Id. τάρχη· τάραξις, Id.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφιον».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταρχύω.