ταυριανός
German (Pape)
[Seite 1073] im Zeichen des Stiers geboren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταυριανός: -ή, -όν, ὁ γεννηθεὶς ὑπὸ τὸν ἀστερισμὸν τοῦ Ταύρου, κατὰ τοὺς ἀστρολόγους, Βασίλ. Ι. 129, Καισάριος 988, πρβλ. κριανός, σκορπιανός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
αυτός που γεννήθηκε στον αστερισμό του Ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κατάλ. -ιανός (πρβλ. λεοντιανός)].