-έω, Α ταυροσφάγος1. σφάζω ταύρο2. (κυρίως φρ.) «ταυροσφαγῶ ἐς σάκος» — κόβω τον λαιμό του ταύρου και δέχομαι το αίμα του στο κοίλο τμήμα της ασπίδας (Αισχύλ.).