ταυροφανής

English (LSJ)

ταυροφανές, bull-like, D.P.642.

German (Pape)

[Seite 1074] ές, stierähnlich, D. Per. 642.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς ταῦρος, ὅμοιος ταύρῳ, Διον. Π. 642.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει την εμφάνιση ταύρου, που μοιάζει με ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ἐλεφαντοφανής].