-η, -ο / ταὐτόφωνος, -ον, ΝΜαυτός που έχει ή που αποδίδει την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ομόφωνος].