ταφεών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, burial ground, Supp. Epigr.7.161, 167 (Palmyra, ii A.D.), OGI642 (ibid., iii A.D.); written ταφαιών, Supp.Epigr.7.166 (ibid., ii A.D.):—also ταφών, IG 12(1).656 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 1075] ῶνος, ὁ, Ort, wo Gräber sind, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰφεών: -ῶνος, ὁ, (τάφος) τόπος ταφῆς, κοιμητήριον, Εὐσ. ἐν βίῳ Κωνστ. 3. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 4507.

Greek Monolingual

και ταφαιών και ταφών, -ῶνος, ὁ, Α
τόπος ταφής, νεκροταφείο («τὸ μνημεῖον τοῦ ταφεῶνος ἔκτισεν ἐξ ἰδίων Σεπτίμιος», επιγρ. Παλμύρας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + επίθημα -(ε)ών (πρβλ. ἀνδρεών, ἀνδρών)].