ταχυεργής

English (LSJ)

ταχυεργές, = ταχυεργός, App.BC3.19.

German (Pape)

[Seite 1076] ές, = ταχύεργος, Appian. B. C. 3, 19.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυεργής: -ές, = ταχυεργός, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 19.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
ταχυεργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. βαρυεργής].