ταχύμοιρος

English (LSJ)

v. ταχύμορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ταχύμορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ὀλβιόμοιρος].