ταχύνους: ουν, ὁ ταχὺν ἔχων νοῦν, ἀγχίνους, ὀξύνους, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1923β.
-ουν, ΝΑοξύνους, αυτός που έχει κοφτερό μυαλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύνους].
zusammengezogen aus ταχύνοος.