τείως

English (LSJ)

Adv., Ep. for τέως (q.v.). τέκε, τεκεῖν, v. τίκτω.

German (Pape)

[Seite 1082] adv., ep. u. ion. statt τέως, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

épq. c. τέως.

Russian (Dvoretsky)

τείως: эп.-ион. = τέως.

Greek (Liddell-Scott)

τείως: Ἐπίρρ. Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τέως, Ὀδ.

English (Autenrieth)

see τέως.
so long, Il. 24.658; meanwhile, Od. 15.127, Od. 18.190; some time, Od. 15.231; correl. to ἕως, ὄφρα, Υ, Il. 19.189.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. τέως.

Greek Monotonic

τείως: επίρρ., Επικ. και Ιων. αντί τέως.

Middle Liddell

adv. [epic and ionic for τέως.]