τεζιάκι

Greek Monolingual

και τεζάκι και τεζάχι, το, Ν
πάγκος καταστήματος πάνω στον οποίο γίνεται η ζύγιση, η μέτρηση και οι σχετικές δοσοληψίες ή όπου είναι τοποθετημένα τα ποτήρια και οι φιάλες τών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tezgâh].