πάγκος
From LSJ
Greek Monolingual
και μπάγκος, ο (Μ μπάγκος και μπάκος)
1. έδρανο, θρανίο που συνήθως βρίσκεται στο πεζοδρόμιο ή σε δημόσιο κήπο
2. τραπέζι μαραγκού ή τσαγκάρη
3. μακρύ τραπέζι ή επίμηκες έπιπλο, σε καφενείο ή άλλο κατάστημα, όμοιο με τραπέζι και εφοδιασμένο με συρτάρια, που χρησιμεύει ως ταμείο και για το σερβίρισμα ποτών
4. (σε χαρτοπαικτικό παχνίδι) το χρηματικό ποσό που κατατίθεται από τον μπαγκαδόρο
5. ναυτ. εγκάρσια δοκός στην οποία κάθονται οι κωπηλάτες
6. ωκεαν. προεξοχή του θαλάσσιου βυθού προς τα επάνω, με σχετικά μεγάλη επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banco].