τειχεώτης

Greek Monolingual

και τειχιώτης, ὁ, Μ
νυκτοφύλακας στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος, τείχεος + κατάλ. -ώτης (πρβλ. ἡλικιώτης)].