τειχομαχῶ, -έω, ΝΜΑμάχομαι ως επιτιθέμενος ή ως αμυνόμενος στα τείχηαρχ.πολιορκώ («τειχομαχήσοντα τῷ Ἰλίῳ», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυμαχώ).