Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τεκτόνα
Greek Monolingual
η, Ν βοτ. επιστημονική ονομασία του γένους τών δένδρων από τα οποία παραλαμβάνεται το ξύλο τηκ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectona πιθ. <τέκτων, -ονος, λόγω του ότι το ξύλο του χρησιμοποιείται στην ξυλουργική].