τελειοποίηση

Greek Monolingual

η, Ν
1. τελείωση, ολοκλήρωση
2. βελτίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελειοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. τελειοποίησις, μαρτυρείται από το 1821 στον Αδ. Κοραή].