τελεσίκαρπος

English (LSJ)

ον, bringing its fruit to maturity, ἄμπελος Str. 15.1.8.

German (Pape)

[Seite 1085] = τελεόκαρπος, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσίκαρπος: -ον, καὶ -καρπέω, = τελειόκ-, Στράβ. 687, 831.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη διαδικασία ωρίμασης τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + καρπός (πρβλ. τελειόκαρπος)].