τελεσιφάντης

English (LSJ)

(-φάστας cod.), ου, ὁ, = ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1085] ὁ, = ὶεροφάντης, ὀργιοφάντης, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσιφάντης: -ου, ὁ, = ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + -φάντης (< φαίνω), πρβλ. ἱεροφάντης.