Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τελόφαση
Greek Monolingual
η, Ν βιολ. το τελικό στάδιο της μίτωσης, που χαρακτηρίζεται από τον ανασχηματισμό τών δύο θυγατρικών πυρήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telophase (<τέλος+φάση)].