φάση

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

η / φάσις, -εως, ΝΜΑ
μορφή, όψη, εμφάνιση με την οποία παρουσιάζεται κάθε φορά ένα πράγμα ή ένα φαινόμενο·