τερασπορία

English (LSJ)

ἡ, sowing of portents, corrupt in Corp.Herm.3.3.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σπορά τεράτων, θεϊκών σημείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας + -σπορία (< -σπόρος < σπόρος < σπέρνω)].