τερατογένεση
Greek Monolingual
η, Ν
(βιολ.-ιατρ.) α) σύνολο εξεργασιών που οδηγούν στην παραγωγή ενός τέρατος, ενός μορφολογικά και λειτουργικά ανώμαλου οργανισμού ως συνέπεια διαμαρτιών διάπλασης
β) η πειραματική παραγωγή ανωμαλιών ανάπτυξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teratogenesis (< τέρας, -ατος + γένεση)].