τερατοτόκος
German (Pape)
[Seite 1093] eine Mißgeburt zur Welt bringend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτοτόκος: ἡ, ἡ τέρας τεκούσα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 144, ἐν τέλ., Νικηφ. Καλλίστ. Ἐκκλ. Ἱστορ. τ. 2, σελ. 854C.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που γεννά τέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ταυροτόκος.