τερψικάρδιος

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
τερψίθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. τλησι-κάρδιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικηφ. Γλυκά].