τετράγηρυς

English (LSJ)

υ, four-toned, of the tetrachord, ἀοιδά Terp.5.

German (Pape)

[Seite 1096] υ, gen. υος, vierstimmig, aus vier Tönen bestehend, Terpand. bei Strab. XIII, p. 618.

Greek (Liddell-Scott)

τετράγηρυς: υ, ὁ ἔχων τέσσαρας τόνους ἢ φωνάς, τετράφωνος, ἐπὶ τοῦ τετραχόρδου, Τέρπανδρ. 1.

Greek Monolingual

-υ, Α
(για το τετράχορδο) αυτός που έχει τέσσερεις τόνους ή τέσσερεις φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γῆρυς «φωνή, λαλιά» (πρβλ. εὔγηρυς)].