τετράδιο

Greek Monolingual

το / τετράδιον, ΝΜΑ, και δ. γρφ. τέτραδον Α τετράς, -άδος
νεοελλ.
σώμα από φύλλα χαρτιού, συνενωμένα σε σχήμα βιβλίου, το οποίο χρησιμοποιείται για γραφή (α. «τετράδιο εκθέσεων» β. «τετράδιο αριθμητικής»)
μσν.-αρχ.
1. φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα τέσσερα
2. φυλάκιο στα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
αρχ.
στρατιωτικό απόσπασμα από τέσσερεις άνδρες.