τετράθετος
Greek (Liddell-Scott)
τετράθετος: -ον, «τέσσαρας θέσεις ἔχων ἐπαλλήλους» Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 479.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον σχολιαστή στην Ιλ.) «τέσσαρας θέσεις ἔχων ἐπαλλήλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. πεντάθετος].