τετράνυχος
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. γένος μικροσκοπικών προστιγμάτων ακάρεων, τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας tetranychidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetranychus < τετρα- + ὄνυξ, -υχος].
ο, Ν
ζωολ. γένος μικροσκοπικών προστιγμάτων ακάρεων, τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας tetranychidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetranychus < τετρα- + ὄνυξ, -υχος].