τετράρραβδος
English (LSJ)
τετράρραβδον, with four spokes, Sch.Pi.P.2.73.
Greek (Liddell-Scott)
τετράρραβδος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ῥάβδων δεσμός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 73 (40).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις ράβδους ή τέσσερεις ακτίνες τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥάβδος (πρβλ. πεντάρραβδος)].
German (Pape)
mit vier Stäben, Streifen und dgl., Schol. Pind. P. 2.73.